- σαγηνεύει
- σαγηνεύωsurround and take fish with a drag-netpres ind mp 2nd sgσαγηνεύωsurround and take fish with a drag-netpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γοητεία — η (AM γοητεία) [γοητεύω] το να σαγηνεύει κανείς με την ομορφιά του, τους λόγους του ή άλλα χαρίσματα (αρχ. μσν.) απάτη … Dictionary of Greek
γόης — και γόητας, ο (θηλ. γόησσα, η) (AM γόης, ο) [γοώ] μάγος, θαυματοποιός («γόης φιδιών», «μάγος και γόης») νεοελλ. αυτός που σαγηνεύει με την ομορφιά του αρχ. απατεώνας … Dictionary of Greek
θελκτώ — θελκτώ, οῦς, ή (Α) (κατά το λεξικό Σούδα) αυτή που γοητεύει, που σαγηνεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τ. τού θέλκτωρ κατά τα θηλ. σε ώ (πρβλ. ανθρωπώ, λακων. θηλ. τ. τού άνθρωπος, κατά τον Ησύχ.)] … Dictionary of Greek
μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
οφιοπαίκτης — ὀφιοπαίκτης, ὁ (Α) (πιθ. γρφ.) αυτός που σαγηνεύει τα φίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + παίκτης] … Dictionary of Greek
παραινέτης — ο, ΝΜΑ [παραινώ] 1. άτομο που διδάσκει και διαφωτίζει σχετικά με αυτό που πρέπει να γίνει, σύμβουλος, νουθετητής, συμβουλάτορας 2. αυτός που εμψυχώνει, που ενθαρρύνει αρχ. φρ. «παραινέτης γυναικῶν» μτφ. αυτός που πείθει, που σαγηνεύει τις… … Dictionary of Greek
σαγηνευτής — ο, ΝΑ, θηλ. σαγηνεύτρια και σαγηνεύτρα Ν [σαγηνεύω] νεοελλ. αυτός που σαγηνεύει, που θέλγει αρχ. αυτός που αλιεύει με το δίχτυ σαγήνη … Dictionary of Greek
σαγηνευτικός — ή, ό, Ν ο ικανός να σαγηνεύει, δελεαστικός, γοητευτικός. επίρρ... σαγηνευτικώς και σαγηνευτικά Ν με σαγηνευτικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγηνευτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον θ. Ν. Φλογαΐτη] … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek